πρόγκα, η [‘proŋga]

πρόγκα, η [‘proŋga]: α. το καρφί. β. εξάρτημα αλετριού. [σλαβ. *poroga με ανομ. αποβ. του πρώτου [o] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από