προγκάω [pro’ŋgao]

προγκάω [pro’ŋgao]: α. αποδοκιμάζω, χλευάζω ομαδικά κπ. με φωνές και θόρυβο. β. φέρομαι απότομα, σκληρά σε κπ., τον αποπαίρνω. γ. (για ζώα) φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία και θόρυβο, για να φοβίσω ένα ζώο ή κοπάδι και να το διώξω ή να το κάνω να προχωρήσει, να το οδηγήσω κάπου. [πρόγκ(α) -άω].

Και: https://ilialang.gr/επρόγκιξα/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: