πούσι, το [‘pusi]

πούσι, το [‘pusi]: α. ομίχλη που σχηματίζεται σε υγρούς τόπους. β. τα φύλλα του περιβλήματος του καλαμποκιού τα οποία οι καπνιστές τα χρησιμοποιούσαν και για τσιγαρόχαρτο. γ. το μαύρο μουστάκι [τουρκ. pus ].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από