πούσια, τα [‘pusca]: στρώμα από ξερές βελόνες πεύκων. [τουρκ. pus -ια].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
πούσια, τα [‘pusca]: στρώμα από ξερές βελόνες πεύκων. [τουρκ. pus -ια].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: