πουτσαρδέλι, το [putsa’rðeli]: ανήλικο παιδί που μπαίνει σε ηλικία που αρχίζει να εκφράζει ερωτικό ενδιαφέρον.
πουτσαρδέλι, το [putsa’rðeli]
από
Ετικέτες:
πουτσαρδέλι, το [putsa’rðeli]: ανήλικο παιδί που μπαίνει σε ηλικία που αρχίζει να εκφράζει ερωτικό ενδιαφέρον.
από
Ετικέτες: