πουλακίδα, η [pula’kiða]

πουλακίδα, η [pula’kiða]: α. νεαρή κότα. β. (μτφ.) η ζωηρή κοπέλα. [πουλάκ(ι) -ίδα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από