πουγκί, το [pu’ngi]

πουγκί, το [pu’ngi]: το πορτοφόλι. [μσν. πουγγί < πουγγί(ο)ν υποκορ. του μσνλατ. *punga (από τα παλ. γερμ.) (ορθογρ. απλοπ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από