ΔΠΗ
πορδοβούλωμα, το [porðo’vuloma]: α. ο τιποτένιος. β. ο μικροκαμωμένος. [πορδ(ή) -ο- βούλωμα].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: