ποκάρι, το [po’kari]

ποκάρι, το [po’kari]: το σύνολο των κουρεμένων μαλλιών ενός προβάτου. [ελνστ. ποκάριον (υποκορ. του αρχ. πόκος)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από