ποδεμή, η [poðe’mi]

ποδεμή, η [poðe’mi]: α. η διαδικασία φορέματος παπουτσιών. β. το παπούτσι. [ποδέ(νω) -μή].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από