πλιγούρι, το [pli’γuri]: πρόχειρο φαγητό από βρασμένο κομμένο σιτάρι. [ίσως < *πνιγούρι < πνίγ(ω) -ούρι (επειδή πριν αλεστεί βράζεται)· αντδ. < τουρκ. bulgur < πλιγούρι].
πλιγούρι, το [pli’γuri]
από
Ετικέτες:
πλιγούρι, το [pli’γuri]: πρόχειρο φαγητό από βρασμένο κομμένο σιτάρι. [ίσως < *πνιγούρι < πνίγ(ω) -ούρι (επειδή πριν αλεστεί βράζεται)· αντδ. < τουρκ. bulgur < πλιγούρι].
από
Ετικέτες: