ΔΠΗ
πλεμόνι, το [ple’moni]: ο πνεύμονας. [λόγ. < ελνστ. πνευμόνιον υποκορ. του αρχ. πνεύμων].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: