πλατσιουράω [platʃu’rao]

πλατσιουράω [platʃu’rao]: τσαλαπατάω και παίζω στα νερά. [πλατσουρίζω < ηχομιμ. πλατς + -ουρ(ίζω) -άω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: