πλανεύω [pla’nevo]

πλανεύω [pla’nevo]: παραπλανώ, εξαπατώ, παρασύρω, ξελογιάζω κπ. με ενέργειες ή με λόγια (συνήθ. υποσχέσεις, κολακείες κτλ.). [μσν. πλανεύω < πλάν(η) -εύω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: