ΔΠΗ
πιτσιγκώνια, τα [pitsi’goɲa]: μικρά μυρμήγκια: ‘Γέμισε ο τόπος πιτσιγκώνια’.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: