πιθάρι, το [pi’θari]: μεγάλων διαστάσεων (συνήθ. πήλινο) αγγείο, με πλατύ στόμιο, χωρίς (ή με μικρές) λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση και τη διατήρηση υγρών ή ξηρών προϊόντων (λαδιού, κρασιού, καρπών κτλ.): ‘Ένα πιθάρι λάδι’. [ελνστ. ή μσν. πιθάριον υποκορ. του αρχ. πίθος].
πιθάρι, το [pi’θari]
από
Ετικέτες: