ΔΠΗ
πιάνω [‘pcano]: ασχολούμαι, απασχολούμαι, καταγίνομαι με κτ.: ‘Πιάνω τις δουλειές’. [μσν. πιάνω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: