πετσώνα, η [pe’tsona]: α. μεταξωτό μαντήλι που κρεμούσαν στο μέτωπο των αλόγων κατά την διάρκεια ενός γάμου. β. (οικοδ.) γεφυρώνω με σανίδες τα κενά των λοξών ξύλων της στέγης που διαμορφώνουν την κλίση, για να τα επιστρώσω με κεραμίδια. [< πετσών(ω) -α].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o