πετσαλίδα, η [petsa’liða]

πετσαλίδα, η [petsa’liða]: χαρακτηρισμός για κάτι που είναι λεπτό. [μσν. πέτσ(α) -αλίδα < ιταλ. pezza ‘κομμάτι πανί για τύλιγμα΄].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από