πετιμέζι, το [peti’mezi]: πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου. [τουρκ. pekmez -ι και με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ. (τροπή [k > t] ;)].
πετιμέζι, το [peti’mezi]
από
Ετικέτες:
πετιμέζι, το [peti’mezi]: πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου. [τουρκ. pekmez -ι και με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ. (τροπή [k > t] ;)].
από
Ετικέτες: