πεσκίρι, το [pe’skiri]

πεσκίρι, το [pe’skiri]: η πετσέτα του προσώπου. [τουρκ. peşkir (από τα περσ.) -ι].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από