πεσκέσι, το [pe’skesi]

πεσκέσι, το [pe’skesi]: δώρο, προσφορά, ιδίως σε φαγώσιμα είδη και ποτά: ‘Ήρθε από το χωριό κουβαλώντας ένα σωρό πεσκέσια για συγγενείς και φίλους’[μσν. πεσκέσι(ον) < τουρκ. peşkeş (από τα περσ.) -ι(ον)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o,

http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από