ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
περόνι, το [pe’roni]
περόνι, το [pe’roni]: το καρφί [λόγ. < αρχ. περόνη].
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Π
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΡΧΑΙΑ
,
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΠΛΑΣΗ