περπατιάρα, η [perpa’tcara]: α. προβατίνα που προκαλεί ζημιές. β. ζωηρή γυναίκα που αρέσκεται σε πολλούς ερωτικούς συντρόφους. [< περπατ(ώ) -ιάρα].
περπατιάρα, η [perpa’tcara]
από
Ετικέτες:
περπατιάρα, η [perpa’tcara]: α. προβατίνα που προκαλεί ζημιές. β. ζωηρή γυναίκα που αρέσκεται σε πολλούς ερωτικούς συντρόφους. [< περπατ(ώ) -ιάρα].
από
Ετικέτες: