περονιάζω [pero’ɲazo]

περονιάζω [pero’ɲazo]: για κρύο και υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά. ‘Mας περονιάζει η υγρασία’. [περόν(η) -ιάζω· [o > u] από επιδρ. του [n] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: