περαντζάδα, η [pera’ndzaða]

περαντζάδα, η [pera’ndzaða]: βόλτα με τα πόδια σε συγκεκριμένη διαδρομή που επαναλαμβάνεται: ‘Άρχισε πάλι τις περαντζάδες έξω από το σπίτι της’. [ίσως *περάντζ(α) -άδα < πέρ(α) -άντζα (σύγκρ. μπροστάντζα)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από