πεζαδόρος, ο [peza’ðoros]: ξύλινο κοντάρι από σκληρό ανθεκτικό ξύλο που χρησιμοποιούσαν για να ζυγίσουν κάτι βαρύ.
πεζαδόρος, ο [peza’ðoros]
από
Ετικέτες:
πεζαδόρος, ο [peza’ðoros]: ξύλινο κοντάρι από σκληρό ανθεκτικό ξύλο που χρησιμοποιούσαν για να ζυγίσουν κάτι βαρύ.
από
Ετικέτες: