παχνιάζω [pa’xɲazo]

παχνιάζω [pa’xɲazo]: βάζω τροφή στα ζώα στην πάχνη. [< πάχν(η) –ιάζω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από