παχνί, το [pa’xni]: ξύλινο εργαλείο που τοποθετούν τα άχυρα ή τον σανό για τροφή των ζώων. [υποκορ. του ελνστ. πάθν(η) -ίον < αρχ. φάτνη με τροπή [tn > θn > xn], σύγκρ. ατμός > αθμός > αθνός > αχνός].
παχνί, το [pa’xni]
από
Ετικέτες:
παχνί, το [pa’xni]: ξύλινο εργαλείο που τοποθετούν τα άχυρα ή τον σανό για τροφή των ζώων. [υποκορ. του ελνστ. πάθν(η) -ίον < αρχ. φάτνη με τροπή [tn > θn > xn], σύγκρ. ατμός > αθμός > αθνός > αχνός].
από
Ετικέτες: