πατόκορφα [pa’tokorfa]

πατόκορφα [pa’tokorfa]: (επίρρ.) από πάνω έως κάτω, σε ολόκληρο το σώμα (για να τονίσουμε την ένταση με την οποία συμβαίνει αυτό που δηλώνει το ρήμα). [πάτ(ος)1β -ο- + κορφ(ή) επίρρ. -α].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: