πατσαβούρι, το [patsa’vuri]

πατσαβούρι, το [patsa’vuri]: λερωμένο πανί, κομμάτι από πανί που το χρησιμοποιούμε για καθαρισμό. [πατσαβούρ(α) -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από