παστρικός, -ιά, -ό [pastri’kos]: α. αυτόν που τον έχουν καθαρίσει καλά, ο καθαρός: ‘Όλα μέσα στο σπίτι του είναι παστρικά’. β. (μτφ.) αυτός που είναι ηθικά άψογος, που δεν υποκρύπτει δόλο: ‘Mου αρέσουν οι παστρικές δουλειές’. γ. (ως ουσ.) η παστρικιά, η πόρνη. [μσν. παστρικός < πάστρ(α) -ικός].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o