ΔΠΗ
πασπάλα, η [pa’spala]: η σκόνη, η άχνη που επικάθεται. [αρχ. πασπάλη ‘το πιο ψιλαλεσμένο αλεύρι΄].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: