πασπάλα, η [pa’spala]: η σκόνη, η άχνη που επικάθεται. [αρχ. πασπάλη ‘το πιο ψιλαλεσμένο αλεύρι΄].
πασπάλα, η [pa’spala]
από
Ετικέτες:
πασπάλα, η [pa’spala]: η σκόνη, η άχνη που επικάθεται. [αρχ. πασπάλη ‘το πιο ψιλαλεσμένο αλεύρι΄].
από
Ετικέτες: