ΔΠΗ
παρλιακός, -ιά, -ό [parʎa’kos]: μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου με κάποιο σωματικό ή πνευματικό ελάττωμα. [ίσως < *παραλοϊκός < παρα- λογικός με αποβ. του μεσοφ. [j] ].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: