παραπόρτι, το [para’porti]

παραπόρτι, το [para’porti]: πίσω πόρτα. [μσν. παραπόρτιον < παρα- πόρτ(α) -ιον > -ι].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από