ΔΠΗ
παραλοΐζω [paralo’izo]: χάνω τα λογικά μου. [λόγ. < αρχ. παραλογίζ(ομαι) -ω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: