παραθαρριέμαι [paraθa’rʝeme]

παραθαρριέμαι [paraθa’rʝeme]: στηρίζομαι και ελπίζω σε κάποιον αλλά διαψεύδομαι: ‘Μη παραθαρριέσαι σε αυτόν!’. [παρά- θάρρ(ος) -ιέμαι].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από