παραθέρι, το [para’θeri]

παραθέρι, το [para’θeri]: οι καλοκαιρινές διακοπές. [παρά + θέρ(ος) -ι].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από