παραβολιάζω [paravo’ʎazo]

παραβολιάζω [paravo’ʎazo]: βόσκω τα πρόβατα στην άκρη του χωραφιού. [λόγ. < αρχ. παραβολ(ή) -ιάζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από