παρέκει [pa’reki]

παρέκει [pa’reki]: (επίρρ. τοπ.): παρακεί. (έκφρ.) ως εδώ* και μη παρέκει! [μσν. παρέκει < ελνστ. παρεκεῖ ‘εκεί κοντά΄ (μετακ. τόνου όπως συχνά στα σύνθ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: