παπίτσα, η [pa’pitsa]

παπίτσα, η [pa’pitsa]: σίδερο ρούχων της εποχής που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα.

Βλ.: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/el/browse/96853


Δημοσιεύτηκε

σε

από