παπάρα, η [pa’para]: κομμάτια ψωμιού βουτηγμένα σε νερό, σε γάλα, σε σούπα κτλ.: ‘Tο παιδί έφαγε την παπάρα του’. [ιταλ. (διαλεκτ.) pappara].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
παπάρα, η [pa’para]: κομμάτια ψωμιού βουτηγμένα σε νερό, σε γάλα, σε σούπα κτλ.: ‘Tο παιδί έφαγε την παπάρα του’. [ιταλ. (διαλεκτ.) pappara].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: