ΔΠΗ
παινεσάρης, -α, -ικο [pene’saris]: αυτός που καυχιέται για κτ. [παινεσ- (παινώ) -άρης].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: