παιδοκομάου [peðoko’mau]

παιδοκομάου [peðoko’mau]: αποκτώ παιδί. [λόγ. < ελνστ. παιδοκομῶ].

Και: https://ilialang.gr/παιδοκομάω-peδokomo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από