παΐδα, η [pa’iða]

παΐδα, η [pa’iða]: η φάκα, το ξύλινο κατασκεύασμα για να πιάνει άγρια πουλιά: ‘Οι κυνηγοί στήσανε τις παΐδες κι έφυγαν’.

Και: https://ilialang.gr/πλακοπαΐδα-η-plakopaida/


Δημοσιεύτηκε

σε

από