ΔΠΗ
πήζω [‘pizo]: (μτφ.) τολμώ. ‘Δεν σου πήζει’ (δεν τολμάς). [θ. πηξ- του αρχ. πήγνυμι και σχημ. νέου ενεστ. -ζω αναλ. προς άλλα ρ. με υπερ. σύμφ. στο συνοπτ. θ.: έπλεξα – πλέκω, άνοιξα – ανοίγω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: