πέπελο, το [‘pepelo]

πέπελο, το [‘pepelo]: α. ευτελές ρούχο. β. κάτι το πολύ ελαφρύ. [< πούπουλο [ίσως ιταλ. (διαλεκτ.) puppolo ‘μπούφος΄ εξαιτίας των μαλακών φτερών του πουλιού ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )].


Δημοσιεύτηκε

σε

από