ΔΠΗ
ούλος, -η, -ο [‘ulos]: όλος, ολόκληρος. [< όλος με τροπή [o > u] ίσως από επίδρ. του [l] ].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: