οργιά, η [o’rʝa]

οργιά, η [o’rʝa]: μονάδα μήκους που αντιστοιχεί με την απόσταση ανάμεσα στα άκρα των χεριών του ανθρώπου, όταν αυτά είναι τεντωμένα: ‘Δύο οργιές σχοινί’. [ελνστ. ὀργυιά (αρχ. ὄργυια) (ορθογρ. απλοπ.)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από