οξαποδώ, ο [oksapo’ðo]

οξαποδώ, ο [oksapo’ðo]: ονομασία του διαβόλου, η οποία χαρακτηρίζεται από ευφημιστική και αποτρεπτική διάθεση. [φρ. έξ(ω) από δω, όξ(ω) από δω].

Και: https://ilialang.gr/εξαποδώ-ο-eksapoδo/

Και: https://ilialang.gr/οξαποδός/

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από